- θυλάκων
- θῡλάκων , θύλακοςsackmasc gen plθῡλάκων , θῦλαξmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
μικροκυματοθεραπεία — η ιατρ. η θεραπευτική εφαρμογή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων μέσου μήκους σε σχετικά επιφανειακές παθήσεις αρθρώσεων και ορογόνων θυλάκων, μυαλγίες, παραρρινοκολπίτιδες κ.ά. νοσήματα … Dictionary of Greek
ορυζοειδής — ές αυτός που μοιάζει με όρυζα, με κόκκο ρυζιού («ορυζοειδή σωμάτια» μικροί κόκκοι που σχηματίζονται κατά τη φλεγμονή τών περιτενοντίων ορογόνων θυλάκων τής παλάμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Τ. Νερούτσο] … Dictionary of Greek
ρουτίδες — (rutaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, της τάξης των γερανιωδών. Οι ρ. είναι δέντρα, θάμνοι ή φυτά ποώδη, με φύλλα συνήθως απλά, πολυσχιδή ή σύνθετα, που φέρουν διαφανή στίγματα, χωρίς παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι γενικά ερμαφρόδιτα και ο… … Dictionary of Greek
σύκωση — (Ιατρ.). Χρόνια πυογόνος φλεγμονή στο στόμιο των θυλάκων των τριχών, που προκαλείται από σταφυλόκοκκους και συχνά υποτροπιάζει. Η σ. εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του μουστακιού και στο πηγούνι, σπανιότερα δε στα φρύδια και στις μασχάλες. Στην… … Dictionary of Greek
ύγρωμα — το, Ν 1. ιατρ. συλλογή υγρού στο εσωτερικό ορογόνων θυλάκων οι οποίοι βρίσκονται κάτω από το δέρμα σε σημεία τού σώματος όπου ασκείται πίεση ή τριβή, όπως είναι λ.χ. ο αγκώνας ή το γόνατο 2. (κτην.) διαμαρτία στο γόνατο ενός αλόγου, η οποία είναι … Dictionary of Greek
εκκολπώματα — Μη φυσιολογικές κοιλότητες σε σχήμα σάκου, που σχηματίζονται στο τοίχωμα κοίλου σπλάχνου (εντέρου, ουροδόχου κύστης, οισοφάγου). Η αιτία τους, αν και αβέβαιη, πιστεύεται ότι συνδέεται με την πολύ μικρή κατανάλωση ινών. Τα ε. σπανίζουν στις… … Dictionary of Greek
κοτιγκίδες — (cotingidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών της υπόταξης των τυράννων, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 79 είδη. Έχουν μήκος 9 45 εκ. και φτέρωμα με ποικίλο χρωματισμό (τα αρσενικά μπορεί να έχουν εντονότερα χρώματα), συχνή παρουσία λοφίων… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
πλατύρρινοι — Υποτάξη πιθήκων μέσου ή μικρού μεγέθους, που χαρακτηρίζονται από το πλάτος του ρινικού διαφράγματος και την απουσία γναθικών θυλάκων και τυλώσεων στα οπίσθια. Έχουν το μεγάλο δάχτυλο ελαφρά ή και καθόλου αντίθετο και ουρά ποικίλου μήκους,… … Dictionary of Greek